Parallel Search
Results for: "%ούχος"
1 λέξη με 1 εμφανίσεις | << First < Previous Next > Last >> |
- κασσιτερούχο (1) [κασσιτερούχος - A:Ams:Nns:Ans:Vns, κασσιτερούχος - A+sv:Afs]
-
P1708 P003 L141 …πηλό που έχει λουστραριστεί με κασσιτερούχο βερνίκι και χρησιμοποιείται γι…